- στρεβλοκάρδιος
- στρεβλο-κάρδιος, ον,A perverse or froward of heart, Aq., Sm., Thd. Pr.11.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεβλοκάρδιος — ία, ον, Α διεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σκληρο κάρδιος] … Dictionary of Greek
στρεβλοκαρδιώ — άω, Μ [στρεβλοκάρδιος] είμαι στρεβλοκάρδιος* … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
στρεβλοκαρδιάζω — Μ [στρεβλοκάρδιος] έχω διεστραμμένα ψυχικά αισθήματα … Dictionary of Greek